ἐπιτυμβίδιοι

ἐπιτυμβίδιοι
ἐπιτυμβίδιος
at
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιτυμβίδιος — ἐπιτυμβίδιος, ία, ον (Α) [επιτύμβιος] 1. επιτύμβιος, επιτάφιος («ἀντὶ δὲ θρήνων ἐπιτυμβιδίων» τών επιτάφιων τραγουδιών, Αισχύλ.) 2. φρ. «ἐπιτυμβίδιοι κορυδαλλίδες» επίθ. τών κορυδαλλών, επειδή έχουν πάνω στο κεφάλι τους λοφίο σαν τύμβο ή επειδή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”